ἀντέχει

ἀντέχει
ἀντέχω
hold against
pres ind mp 2nd sg
ἀντέχω
hold against
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

  • επόψιμος — ἐπόψιμος, ον (Α) [έποψη] εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • ευθάλασσος — η, ο (Α εὐθάλασσος και εὐθάλαττος, ον) νεοελλ. (για πλοίο) αυτός που αντέχει στις θαλασσοταραχές, ο καλοτάξιδος αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα («πόλιν ἀρχαίαν καὶ εὐθάλαττον», Φιλόστρ.) 2. αυτός που αντέχει στη θάλασσα, που… …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… …   Dictionary of Greek

  • Eleni Peta — (griechisch Ελένη Πέτα, * in Thessaloniki) ist eine national erfolgreiche griechische Sängerin und Cellospielerin. Sie singt hauptsächlich in griechischer Sprache, ihre Musik ist der griechischen Popmusik zuzurechnen. Sie ist ausgebildete… …   Deutsch Wikipedia

  • άκανθος — Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθιδών. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη, σκληρά, ύψους 0,60 1,50 μ., με μεγάλα φύλλα βάσης, που είναι λοβώδη, πτεροειδή και οδοντωτά. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνεται στέλεχος, που φέρει στάχυ το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”